- ἡμιλοχίτης
- ἡμι-λοχίτης [ῑ], ου, ὁ,A leader of a ἡμιλοχία, Ascl.Tact. 2.2, Ael.Tact.5.2, Suid.l.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιλοχίτης — ἡμιλοχίτης, ὁ (Α) [ημιλοχία] ο επικεφαλής ημιλοχίας … Dictionary of Greek
ἡμιλοχίτης — leader of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιλοχιτῶν — ἡμιλοχίτης leader of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιλοχίτην — ἡμιλοχίτης leader of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek